-
1 видно
1. απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατές, θεατός•отсюда всю деревню видно απ’ εδώ φαίνεται όλο το χωριό.
2. επίρ. προφανώς, όπως φαίνεται•он, как, недоволен αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεστημένος.
εκφρ.видно будет – θα φανεί, Θα δούμε. -
2 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
3 видимо
видимовводн. сл. ὅπως φαίνεται, φαίνεται πώς:он, видимо, заболел ὅπως φαίνεται ἀρρώστησε. -
4 казаться
кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийсяρ.δ.1. φαίνομαι• δείχνω•-ется весёлым φαίνεται εύθυμος•
это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•
он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•
-ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.
2. απρόσ. φαίνεται•мне -ется μου φαίνεται.
облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.
|| νομίζω•-ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.
3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.εκφρ.не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι). -
5 очевидно
очевидно 1. (вероятно) προφανώς, ολοφάνερα, όπως φαίνεται 2. предик, είναι σίγουρο, είναι ολοφάνερο* это совершенно \очевидно είναι σίγουρο* * *1.( вероятно) προφανώς, ολοφάνερα, όπως φαίνεται2. предик.είναι σίγουρο, είναι ολοφάνεροэ́то соверше́нно очеви́дно — είναι σίγουρο
-
6 по-видимому
-
7 видимо
επίρ.1. παλ. προφανώς, είναι φανερό•он видимо осунулся είναι φανερό πως αυτός αδυνάτισε.
2. πιθανώς, πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•видимо он заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
-
8 вроде
πρόθ.1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.
2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
εκφρ.вроде как ή бы – βλ. ανωτ. 2 σημ. -
9 вероятно
вероятн||о1. вводн. сл. πιθανόν, ίσως, φαίνεται, ἐνδεχόμενον:ты, \вероятноо, не знаешь ἐσύ, πιθανόν, δέν θά ξέρεις· он, \вероятноо, не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει·2. предик безл εἶναι πιθανό[ν], ὅπως φαίνεται:вполне \вероятно πολύ πιθανόν. -
10 никак
никак 1επίρ.με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•
никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•
я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.
εκφρ.никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.никак 2μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•
никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.
-
11 видеть
вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βλέπω, ορώ, θωρώ•я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•
старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.
|| συναντώ•мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.
2. αναπαρασταίνω•я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.
3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.
εκφρ.-ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.
|| ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.
2. συναντιέμαι•мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.
εκφρ.как -ится – όπως φαίνεται. -
12 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
13 похожий
επ., βρ: -хож, -а, -е.1. όμοιος, ίδιος με•похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.
2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.εκφρ.-же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•ни на что – Ηθ•-же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει. -
14 по-видимому
(παρνθ. λ.) όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα, όπως δείχνουν τα πράγματα. -
15 вероятность
вероятн||остьж ἡ πιθανότητα, τό ἐνδεχόμενο:\вероятностьость попадания воен. ἡ πιθανότητα εὐστοχης βολής· теория \вероятностьости мат ἡ θεωρία τῶν πιθανοτήτων по всей \вероятностьости κατά πάσα πιθανότητα, ὅπως φαίνεται. -
16 наверно
навернонареч1. (несомненно) ἀσφαλώς, σίγουρα·2. (вероятно) μάλλον, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ὅπως φαίνεται:я, \наверно, не приду́ μάλλον δέν θά ἐρθω. -
17 по-видимому
по-видимомувводи. сл. ὅπως φαίνεται, κατά τά φαινόμενα -
18 предположйтельно
предполож||йтельно1. нареч ὑπο-θετικως, ὑποθετικά·2. вводн. сл. κατά πασαν πιθανότητα, ὅπως φαίνεται, κατά τά φαινόμενα. -
19 видимо
[βίντιμα] εισαγ. λέζ. όπως φαίνεται -
20 видимо
[βίντιμα] εισαγ. λεξ όπως φαίνεται
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek